ανυποψίαστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή που δεν του γεννήθηκαν υποψίες για κάποιον, απονήρευτος για κάτι … Dictionary of Greek
ανίδεος — η, ο (Μ ἀνίδεος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν γνωρίζει, δεν έχει ιδέα για κάτι («ο στραβός κι ο ανίδεος είν ένα πράμα» παροιμία) 2. όποιος δεν γνωρίζει κανένα στοιχείο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης 3. ανυποψίαστος, ανύποπτος, απληροφόρητος,… … Dictionary of Greek
ανυπόνοιαστος — η, ο ανυποψίαστος … Dictionary of Greek
Δαλιδά — Βιβλικό πρόσωπο. Εταίρα από τη Γάζα, στην κοιλάδα του Σωρήν, η οποία είχε συνδεθεί ερωτικά με τον Ισραηλίτη Σαμψών, την εποχή των αγώνων του κατά των Φιλισταίων. Οι συμπατριώτες της την έπεισαν να μάθει το μυστικό της δύναμης του Σαμψών. Όταν… … Dictionary of Greek
Δημιφών — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν βασιλιάς της Θράκης. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του την πόλη έπληξε ακαρπία και επιδημία. Το Μαντείο των Δελφών ειδοποίησε τον βασιλιά πως θα έπρεπε να θυσιαστούν παρθένες από τις ευγενείς… … Dictionary of Greek